Επικοινωνήστε μαζί μας

Σφάλμα: Η φόρμα επικοινωνίας δε βρέθηκε.

 

Στοιχεία υποβολής περίληψης: 108 / Mar 3, 2025 @ 7:48 PM

Παρουσίαση: Προφορική ή Αναρτημένη

Πεδίο: Ορμόνες-Νεοπλασία

Τίτλος: Δημογραφικοί και ιστολογικοί προγνωστικοί παράγοντες στη μεγαλακρία

Κείμενο:
Εισαγωγή: Η Μεγαλακρία είναι μία σπάνια νόσος που συνοδεύεται από αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Πρόσφατες έρευνες εστιάζουν στους παράγοντες που προβλέπουν κι επηρεάζουν τη θεραπευτική απάντηση και την έκβαση της νόσου. Σκοπός της μελέτης είναι να παρουσιάσει δημογραφικούς (φύλο, ηλικία διάγνωσης) κλινικούς (μέγεθος αδενώματος, επίπεδα IGF-1/ULN στη διάγνωση) και ιστοπαθολογικούς παράγοντες (είδος κοκκίωσης, έκφραση SSTR2, SSTR5) σε ασθενείς με μεγαλακρία και να αναλύσει εάν σχετίζονται με την έκβαση της νόσου. Η μελέτη θα επιχειρήσει να αναδείξει αν υπάρχουν διαφορές ως προς την καθυστέρηση στη διάγνωση και την προχωρημένη ηλικία.

Μέθοδοι: Μελετήθηκαν οι ασθενείς ενός κέντρου αναφοράς. Τα επίπεδα IGF-1 χρησιμοποιήθηκαν για την κατάταξη των ασθενών σε τρείς ομάδες, ίαση, ελεγχόμενη και μη ελεγχόμενη νόσος. Το μέγεθος του αδενώματος διακρίθηκε σε μικροαδένωμα ή μακροαδένωμα. Το είδος κοκκίωσης και η έκφραση SSTR2, SSTR5 καταγράφηκαν.

Αποτελέσματα: Σύμφωνα με την παρούσα μελέτη, η μεγαλακρία επηρεάζει σχεδόν εξίσου και τα δύο φύλα. Η μέση ηλικία διάγνωσης είναι 45±12,47 έτη και η μέση τιμή IGF1/ULN στη διάγνωση είναι 2,6 ± 1,1. Στις γυναίκες, η μέση ηλικία διάγνωσης είναι 46±12,2 έτη με μέση τιμή IGF1/ULN: 2,6 ±1,27, ενώ για τους άρρενες ασθενείς οι αντίστοιχες τιμές είναι 43±13,1 και 2,6± 0,88. Το 30% των ασθενών οδηγούνται στην ίαση, το 58% επιτυγχάνουν βιοχημικό έλεγχο της νόσου ενώ η νόσος παραμένει μη ελεγχόμενη σε μικρότερο ποσοστό 12% των ασθενών. Η πλειοψηφία των ασθενών αντιμετωπίζονται χειρουργικά (86%), η πιο συχνή αγωγή ως μονοθεραπεία είναι τα ανάλογα σωματοστατίνης (90,6%) ενώ η ακτινοθεραπεία επιλέγεται σε λιγότερους από έναν στους πέντε ασθενείς (18,8%).

Τα υποκείμενα αδενώματα είναι μακροαδενώματα στην πλειοψηφία τους (86%), ενώ το είδος της κοκκίωσης είναι εξίσου κατανεμημένο μεταξύ αδρής (58%) και πυκνής (48%). Οι παράμετροι που μελετήθηκαν δε σχετίζονται με την έκβαση της νόσου. Τα επίπεδα IGF-1 στη διάγνωση έχουν τάση να αυξάνουν στην κακή έκβαση. Τα μακροαδενώματα σχετίζονται με στατιστικά σημαντικά αυξημένα επίπεδα IGF-1 σε σχέση με τα μικροαδενώματα.

Η καθυστέρηση στη διάγνωση, στην πλειοψηφία των ασθενών (64%) είναι λιγότερο από 5 έτη, αν και περίπου στο ένα τέταρτο των ασθενών (23%) κυμαίνεται μεταξύ 5 και 10 ετών και σε ένα μικρό ποσοστό (13%) υπερβαίνει τη δεκαετία. Οι ασθενείς με την καθυστέρηση άνω των δέκα ετών, είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία σε σχέση με τους υπόλοιπους, εμφανίζουν μικρότερα ποσοστά χειρουργικής αντιμετώπισης ενώ δεν ακτινοθεραπεύονται.

Τέλος, η πλειοψηφία των ασθενών (88%) διαγιγνώσκονται πριν την ηλικία των 60, έχουν μέση ηλικία διάγνωσης 41,7±10,15 έτη και μέση τιμή IGF1/ULN: 2,6±1. Σε ένα μικρό ποσοστό των ασθενών (12%) η διάγνωση τίθεται μετά την ηλικία των 60. Οι μεγαλύτεροι ασθενείς έχουν μέση ηλικία διάγνωσης 65,8±6 έτη και μέση τιμή IGF1/ULN: 2,99±1,8. Οι δύο ηλικιακές ομάδες παρουσιάζουν στατιστικά σημαντική διαφορά ως προς τον αριθμό των χειρουργικών παρεμβάσεων, με τους μεγαλύτερους σε ηλικία ασθενείς να εμφανίζουν μεγαλύτερη συχνότητα απουσίας χειρουργικής παρέμβασης.

Συμπέρασμα: Οι μελετημένοι δημογραφικοί, κλινικοί ή ιστοπαθολογικοί παράγοντες της μεγαλακρίας δεν προβλέπουν το επίπεδο βιοχημικού ελέγχου της νόσου. Η καθυστέρηση στη διάγνωση σχετίζεται με την ηλικία διάγνωσης. Τέλος, οι ασθενείς με ηλικία διάγνωσης άνω των 60 ετών έχουν σημαντικά μικρότερη πιθανότητα να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση.

Σημειώσεις:


© inspired by lynx