Στοιχεία υποβολής περίληψης: 150 / Mar 16, 2025 @ 11:38 PM
Παρουσίαση: Προφορική
Πεδίο: Νευροενδοκρινολογία
Τίτλος: Επίπεδα προλακτίνης σε ασθενείς με μη-ορμονοεκκριτικά μακροαδενώματα υπόφυσης
Κείμενο:
Σκοπός: Τα μη ορμονοεκριτικά αδενώματα της υπόφυσης (NFPA) είναι καλοήθη νεοπλάσματα και ο επιπολασμός τους ανέρχεται σε 7-41,3 περιπτώσεις/100000. Αναλόγως του μεγέθους μπορεί να είναι ασυμπτωματικά ή να παρουσιάζουν σημεία και συμπτώματα λόγω πίεσης στις γύρω από την υπόφυση δομές. Τα κυριότερα συμπτώματα λόγω πίεσης είναι κεφαλαλγία, διαταραχές οπτικών πεδίων και/ή υποφυσιακή ανεπάρκεια. Διάφορες μελέτες αναφέρουν ότι η υπερπρολακτιναιμία λόγω πίεσης του μίσχου ανιχνεύεται σε 25-65% των ασθενών στην διάγνωση. Παρά ταύτα, η ακριβής συσχέτιση μεταξύ της πίεσης του μίσχου και των επιπέδων προλακτίνης δεν είναι πάντα σαφής, και η παρουσία υπερπρολακτιναιμίας δεν είναι απαραίτητα εγγυημένη σε κάθε περίπτωση μακροαδενώματος. Σκοπός της παρούσης μελέτης είναι η διερεύνηση των επιπέδων προλακτίνης σε ασθενείς με μακροαδενώματα της υπόφυσης, προκειμένου να αξιολογήσουμε την συσχέτιση μεταξύ των συγκεντρώσεων προλακτίνης και του μεγέθους του αδενώματος και της πίεσης του μίσχου.
Υλικό/Μέθοδοι: Στην μελέτη συμμετείχαν 32 ασθενείς με μακροαδενώματα υπόφυσης, στους οποίους πραγματοποιήθηκε έλεγχος ορμονοεκκριτικότητας, ο οποίος ήταν αρνητικός. Πραγματοποιήθηκε έλεγχος συσχέτισης μεταξύ των επιπέδων προλακτίνης με την ηλικία, το φύλο, την μέγιστη διάμετρο του αδενώματος, την επέκταση (στον σηραγγώδη κόλπο/σφηνοειδή κόλπο/υπερεφιππιακά), την πίεση του οπτικού χιάσματος, την πίεση του μίσχου και την ύπαρξη υποφυσιακής ανεπάρκειας.
Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία του δείγματος ήταν 58,8 (13,4) έτη, ενώ το 72% του δείγματος ήταν άνδρες, Η μέση τιμή προλακτίνης ήταν 17,64 (8,5) ng/ml, το μέγεθος του αδενώματος κυμαινόταν από 1,6 έως 5,6cm. Σχετικά με την επέκταση του αδενώματος, το 50% των αδενωμάτων είχε υπερεφιππιακή επέκταση, το 21,4% είχε επέκταση στον σηραγγώδη κόλπο, το 14,3% είχε επέκταση στον σφηνοειδή κόλπο, ενώ το 14,3% των μακροαδενωμάτων δεν επεκτεινόταν πέραν του τουρκικού εφιππίου. Επιπλέον, 34,5% των αδενωμάτων ασκούσαν πίεση στο οπτικό χίασμα και 71,9% των ασθενών εμφάνισαν υποφυσιακή ανεπάρκεια. Τα επίπεδα προλακτίνης σχετίστηκαν θετικά με το μέγιστο μέγεθος του αδενώματος (Spearman’s correlation coefficient rho 0,359, p=0,044). Δεν διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση των επιπέδων προλακτίνης με την επέκταση, την πίεση του μίσχου, την πίεση του οπτικού χιάσματος και την υποφυσιακή ανεπάρκεια.
Η πίεση του μίσχου της υπόφυσης θεωρείται μία από τις κύριες αιτίες υπερπρολακτιναιμίας, καθώς εμποδίζει τη φυσιολογική μεταφορά της ντοπαμίνης από τον υποθάλαμο στην υπόφυση, οδηγώντας σε αυξημένη έκκριση προλακτίνης. Ωστόσο, αρκετές περιπτώσεις μακροαδενωμάτων μπορεί να εμφανίζουν φυσιολογικά ή και χαμηλά επίπεδα προλακτίνης, παρά την πίεση που ασκούν στον μίσχο της υπόφυσης, όπως φάνηκε στην παρούσα μελέτη. Διάφοροι μηχανισμοί μπορεί να ευθύνονται όπως μερική πίεση του μίσχου που διατηρεί λειτουργικό κάποιο μέρος του ντοπαμινεργικού μονοπατιού, ή από το εύρος της πίεσης των λακτοτρόφων κυττάρων που ασκείται από το μακροαδένωμα ή από άλλους νευρορυθμιστικούς παράγοντες που μπορεί να ρυθμίζουν την έκκριση προλακτίνης.
Συμπερασματα: Παρά τις προσδοκίες για αυξημένα επίπεδα προλακτίνης λόγω της πίεσης του μίσχου, τα αποτελέσματα της μελέτης μας δείχνουν ότι δεν παρατηρείται αυξημένη συγκέντρωση προλακτίνης, γεγονός που υποδεικνύει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα γύρω από τις πολυπαραγοντικές αιτίες ρύθμισης της προλακτίνης σε τέτοιες κλινικές καταστάσεις. Το μέγεθος του αδενώματος φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση ήπια αυξημένων επιπέδων προλακτίνης και ίσως να σχετίζεται με τον αριθμό των λακτοτρόφων κυττάρων ικανών να παράγουν προλακτίνη.
Σημειώσεις: